μαγκούφης, -α, -ικο

μαγκούφης, -α, -ικο
(λ. τουρκ.)
1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια: Δεν ήθελε να παντρευτεί και έμεινε μαγκούφης.
2. μτφ., κακομοίρης, ανεπρόκοπος: Τέτοιος μαγκούφης που είναι πώς να βρει δουλειά!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγκούφης — α, ικο, θηλ. και ισσα 1. (κυρίως για γέροντα άγαμο) αυτός που ζει χωρίς οικογένεια, μόνος, έρημος 2. (ιδίως ως βρισιά) άνθρωπος ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ελεεινός 3. (για ζώα) αδέσποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. valif «κληροδότημα», αντί βαγκούφης, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”